- ἄπελθε
- ἀπέρχομαιgo awayaor imperat act 2nd sgἀπέρχομαιgo awayaor ind act 3rd sg (homeric ionic)ἀπέρχομαιgo awayaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄπελθ' — ἄπελθε , ἀπέρχομαι go away aor imperat act 2nd sg ἄπελθαι , ἀπέρχομαι go away aor imperat mid 2nd sg ἄπελθα , ἀπέρχομαι go away aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἄπελθε , ἀπέρχομαι go away aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἄπελθε , ἀπέρχομαι go … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… … Dictionary of Greek
απέρχομαι — (AM ἀπέρχομαι) 1. φεύγω, απομακρύνομαι 2. πεθαίνω μσν. 1. προχωρώ 2. περιοδεύω 3. εκστρατεύω αρχ. 1. «ἀπέρχομαι εἰς ἢ παρὰ τινα» φεύγω από έναν τόπο και φθάνω σε άλλον 3. μτφ. «ἀπέρχομαι ἔκ τινος» σταματώ («ἐκ δακρύων ἄπελθε» σταμάτα τα δάκρυα,… … Dictionary of Greek
εξωνούμαι — (AM ἐξωνοῡμαι, έομαι) εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματα αρχ. μσν. 1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους») 2. εξαγοράζω, απελευθερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»] … Dictionary of Greek
επισυνάγω — ἐπισυνάγω (AM) μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ) μσν. 1. τρυγώ 2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.) αρχ. 1. συστέλλω, πτύσσω 2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα 3. συμπεραίνω… … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek